Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαζαλίζω — [μάζαλη] χρησιμοποιώ μάζαλη για να κολαρίσω πουκάμισα ή άλλα ρούχα … Dictionary of Greek
μαζάλισμα — το [μαζαλίζω] κολάρισμα με μάζαλη … Dictionary of Greek